Ένας ακόμα μύθος, πολύ μεταγενέστερος χρονικά, του βασιλιά Ανηλίαγου,
πλανάται στην περιοχή. Ο μύθος αυτός αναφέρεται στις δύο αντίπαλες πόλεις
του παρελθόντος την Αιτωλική Πλευρώνα και τις Ακαρνανικές Οινιάδες, αν
και απείχανε μεταξύ τους 19 χλμ. σε ευθεία. Το κάστρο της Νέας Πλευρώνας
(η παλιά καταστράφηκε το 234 π.Χ), ονομάζεται και κάστρο της Κυρά Ρήνης
«Το Τρικαρδόκαστρο τό χε τον παλιό καιρό, ένα βασιλόπουλο πεντάμορφο.
Τον έλεγαν Ανήλιαγο, γιατί δεν έπρεπε να το ιδή ο ήλιος, άμα τό βλεπε
θα πέθαινε. Είχε λοιπόν ένα υπόγειο παλάτι και εκεί έμενε. Αυτό αγαπούσε
την Κυρά Ρήνη, που χε το κάστρο της, της κυρά Ρήνης το κάστρο, κι όταν
ερχόταν η νύχτα, περνούσε τον ποταμό και πήγαινε και την αντάμωνε. Εκείνη
που έβλεπε πως δεν έμενε όλη τη νύχτα μαζί της, γιατί πολύ πριχού να
ξημερώσει σηκωνόταν και έφευγε, αποφάσισε να τον ξεγελάσει και να τον
κρατήσει περισσότερο. Εδιάταξε λοιπόν κ’ έσφαξαν όλα τα κοκόρια. Ο Ανήλιαγος
έτσι δεν κατάλαβε την ώρα που πέρασε. Αλλά όταν έφυγε, μόλις έφτασε στον
ποταμό να περάση, φάνηκε ο ήλιος, και αυτός πέθανε.»
Ν. Πολίτης, Παραδόσεις, αρ. 81
Για το ίδιο θέμα ο Γ. Δροσίνης έγραψε το παρακάτω ποίημα:
Στο βασιλιά του Τρίκαρδου, το μοναχό παιδί
οι μοίρες που το μύρωσαν κατάρα
είχαν κάνει
πως άμα ο ήλιος το ειδή
ευθύς θε να πεθάνει
Κι’ ο βασιλιάς πατέρας του μ’ ελπίδα να σωθεί
από του ήλιου το κακό και
φλογισμένο μάτι
τώχτισε επίτηδες βαθύ
μέσα στη γη παλάτι
Χρόνια πέρασαν ... Πέθανε ο γέροντας γονιός
και με την ώρα την καλή θα
βασιλέψει τώρα
Ανήλιαγος ο μορφονιός
στου Τρίκαρδου τη χώρα
Κι ο βασιλιάς Ανήλιαγος τις μέρες του περνά
μες’ στα βαθιά παλάτια του
και μοναχά το βράδυ
βουνά και κάμπους τριγυρνά
στης νύχτας το σκοτάδι
Κι’ η Κυρά Ρήνη η όμορφη τον είδε μια βραδιά
στο κάστρο εμπρός να κυνηγά
μ’ ολόφωτο φεγγάρι
κι ένιωσε αγάπη στην καρδιά
για τ’ άξιο το παλικάρι ...
Ο βασιλιάς Ανήλιαγος σαν κάθε βασιλιάς,
τώρα κι αυτός ολονυχτίς στη χώρα
δε γυρίζει.
Σ’ αγαπημένη αγκαλιά γυρμένος ξενυχτίζει.
Μα στη χαρά του δεν ξεχνά της μοίρας το γραφτό.
Και πριν να φέξει στο
βουνό και πριν να φέξει τ’ άστρο
αφήνει ταίρι ζηλευτό
και φεύγει από το κάστρο.
Του κάκου τον ρωτά η Κυρά γιατ’ έτσι πρωινά
την παρατάει μονάχη ! Εκείνος
δεν της κρήνει
και μαύρη ζήλεια τυραννά
τη δόλια Κυρά Ρήνη.
Τόσο, που τι σοφίζεται η πονηρή Κυρά:
Όλους με μια τους πετεινούς του
κάστρου της σκοτώνει
για να μη νιώσει μια φορά
ο νιος πως ξημερώνει
Ο βασιλιάς Ανήλιαγος γελιέται την αυγή!
Και πριν να ρθεί στον Τρίκαρδο
κοντά στην Παλιο-Μάνη,
κατάρα! Ο ήλιος είχε βγει
κι ο νιος είχε πεθάνει