Με θαυμασμό περιγράφει στην
Οδύσσεια ο Όμηρος τη Σχερία –η οποία
ταυτιζόταν ήδη από τους αρχαίους (πβ. Ελλάνικος
FGrHist 4 F 77,
Θουκυδίδης 1.25) με την Κέρκυρα της εποχής εκείνης–, θαυμαστή για την
ναυτοσύνη των κατοίκων της και για τον πλούτο της, όπου οι κάτοικοι της
δεν αγαπούσαν τον πόλεμο, αλλά να ταξιδεύουν και να εμπορεύονται.
ζ 7-10
Ώσπου ο ωραίος σαν θεός Ναυσίθοος
τους ξεσηκώνει, και τους πήγε να μείνουν στη Σχερία,
από τους σιτοφάγους γείτονες μακριά.
Εκεί, γύρω στην πόλη τείχος ύψωσε,
έχτισε κατοικίες, για τους θεούς ανάστησε ναούς,
μοίρασε και τη γη.
ζ 266-72
Εδώ θα δεις την αγορά, στου Ποσειδώνα δίπλα τον ωραίο βωμό,
χτισμένη με κομμένες πέτρες, χωστές στη γη·
όπου κι οι ναυτικοί μας φτιάχνουν ξάρτια για τα μελανά μας σκάφη —
χοντρά σκοινιά, πανιά, ξύνουν και τα κουπιά.
Γιατί να ξέρεις, τους Φαίακες δεν τους μέλει το τόξο και η φαρέτρα·
μόνον κατάρτια, καραβιών κουπιά, πλεούμενα που να ζυγίζονται σωστά·
μ’ αυτά περνούν και χαίρουνται την αφρισμένη θάλασσα.
Μετάφραση
Δ. Ν. Μαρωνίτης
Πλησιάζοντας ο Οδυσσέας στην πόλη θαυμάζει την ομορφιά της και τον πλούτο
του παλατιού ( 40-80):
Τότε κι ο Οδυσσέας
προχώρησε να μπει στου Αλκίνοου το σπίτι, όμως σταμάτησε
μπροστά στο χάλκινο κατώφλι, θάμπωσε ο νους του αναλογίζοντας:
λες κι ήταν ήλιος ή σελήνη το φως κι η λάμψη
που ανακλούσε το ψηλόστεγο παλάτι του μεγαλόψυχου Αλκινόου.
Χάλκινοι οι τοίχοι πέρα ως πέρα, αριστερά δεξιά,
Από την είσοδο ως πίσω στον μυχό, και το διάζωμα ολόγυρα από σμάλτο·
χρυσές οι θύρες του σπιτιού, να το ασφαλίζουν· οι παραστάτες από
ασήμι,
που πατούσαν πάνω στο χάλκινο κατώφλι·
το υπέρυθρο κι αυτό ασημένιο, της πόρτας η λαβή μάλαμα καθαρό·
στο κάθε πλάι δίδυμοι δυο σκύλοι, μαλαματένιοι κι αργυροί,
έργα του Ηφαίστου, κατόρθωμα μεγάλο της σοφής του τέχνης,
να στέκουν φύλακες μπροστά στο αρχοντικό του μεγαλόψυχου Αλκινόου,
αγέραστοι κι αθάνατοι εις τον αιώνα.
Στην αίθουσα υποδοχής τριγύρω οι θρόνοι, στις δυο μεριές του τοίχου
ακουμπισμένοι, ένας κατόπιν του αλλουνού, από την είσοδο ως το βάθος·
και πάνω τους καλύμματα λεπτά κι ωραία, από το χέρι υφασμένα
γυναικών που ξέρουν. Εκεί οι πρώτοι των Φαιάκων πίνουν, τρων
και δεν τους λείπει τίποτε μέσα στον χρόνο.
Κούροι χρυσοί σε στέρεους στυλοβάτες, ορθοί κρατούσαν
Αναμμένες δάδες να φέγγουνε τη νύχτα, να φωτίζουν
συνδαιτυμόνες και παλάτι.
Μέσα στο αρχοντικό πενήντα δούλες, στη διάθεσή του·
άλλες αλέθουν στον χερόμυλο ξανθό σιτάρι, κάποιες υφαίνουν
μπρος στον αργαλειό ή και τη ρόκα στρέφουν, καθισμένες στη σειρά,
πυκνές σαν φύλλα άγριας λεύκας –
απ’ τα λινά τους υφαντά περνά το λάδι κι αποστάζει.
Όπως οι άντρες Φαίακες καλύτερα απ’ τους άλλους ξέρουν την τέχνη
πώς να κυβερνούν στο πέλαγος καράβια γρήγορα,
παρόμοια κι οι γυναίκες τους
γνωρίζουν την τέχνη του αργαλειού· η Αθηνά τις δίδαξε
να φτιάχνουν υφαντά πανέμορφα, κι ο νους τους να προκόβει.
Έξω από την αυλή, πλάι στην εξώθυρα, ένα μεγάλο περιβόλι
τέσσερα στρέμματα, κι ο φράχτης γύρω να το προστατεύει.
Μετάφραση Δ. Ν. Μαρωνίτης
Οι Φαίακες για να τιμήσουν τον Οδυσσέα τον γέμισαν πλούτη και τον οδήγησαν
στο νησί του την Ιθάκη. Όμως ο ‘κοσμοσείστης’ Ποσειδώνας ζήτησε να τιμωρηθούν
οι Φαίακες για την πράξη τους, και το πλοίο τους κατά την επιστροφή στην
Κέρκυρα «πέτρωσε» λίγο έξω από τις ακτές της Κέρκυρας στο μικρό νησάκι
που οι σύγχρονοι ονόμασαν Ποντικονήσι (
Οδύσσ. 153-164).
Κι ο Δίας γυρνώντας του αποκρίθηκεν ο νεφελοστοβάχτης:
«Άκου, καλέ, τι εμένα εικάζεται το πιο σωστό πως είναι·
πάνω στην ώρα που απ’ το κάστρο τους θα το θωρούν να φτάνει
οι Φαίακες όλοι, στο περίγιαλο μπροστά μαρμάρωσέ το,
να μοιάζει βράχος του πλεούμενου, που να θαμάζουν όλοι
οι ανθρώποι, και τρανό στην πόλη τους βουνό να υψώσεις γύρα.»
Κι ο Ποσειδώνας, μόλις άκουσε του Δία το λόγο τούτο,
για το νησί των Φαίακων κίνησε να πάει, για τη Σχερία,
κι εκεί περίμενε, ως που ζύγωσε τρεχάτο το καράβι
το πελαγόδρομο. Ζυγώνοντας ο Κοσμοσείστης τότε
τού ’δωσε μια με την παλάμη τους και τους μαρμαρώνει,
και στο βυθό βαθιά το ρίζωσε· μετά κινάει και φεύγει.
Μετάφραση Ν. Καζαντζάκης / Ι. Θ. Κακριδής